- Ιάγος
- ο1. πρόσωπο της τραγωδίας του Σαίκσπηρ «Οθέλος».2. μτφ., άνθρωπος δόλιος, σκευωρός, συκοφάντης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αζούλιαστος — και ιαχτος και ιαγος, η, ο [ζουλιάζω] ο αζούλιστος … Dictionary of Greek
αμάτιαστος — και ιαγος και ιαχτος, η, ο [ματιάζω] 1. αυτός που δεν ματιάστηκε, αβάσκαντος, αβασκάνιστος 2. ο μη επιδεκτικός βασκανίας, αυτός που δεν τόν πιάνει το μάτιασμα … Dictionary of Greek
Μέγκουλας, Νικόλαος — (Σύρος 1868 – Μυτιλήνη 1911). Ηθοποιός του θεάτρου. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση το 1886 με τον θίασο του Σ. Αλεξιάδη, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος του δάσκαλος στη θεατρική τέχνη. Γρήγορα διακρίθηκε και υπήρξε ένας από τους πρώτους που… … Dictionary of Greek